βλοσυρότητα

βλοσυρότητα
η (Μ βλοσυρότης)
η αγριωπή έκφραση των ματιών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βλοσυρότητα — η η αγριότητα, η ιδιότητα του βλοσυρού, η αυστηρότητα: Το βλέμμα του έχει μια βλοσυρότητα που τρομάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρίεμα — το [αγριεύω] 1. άγρια έκφραση τού προσώπου, βλοσυρότητα 2. εξαγρίωση, οργή που φθάνει στα όρια τής μανίας 3. (με ενεργ. σημ.) άγρια συμπεριφορά, φοβέρα, εκφοβισμός 4. (με παθητ. σημ.) το αίσθημα φόβου που δοκιμάζει κανείς κάτω από ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • αγριόθωρος — η, ο (MN) 1. αγριοθώρητος* αυτός που κοιτάζει κάποιον με βλοσυρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγριος + θωριά] …   Dictionary of Greek

  • δριμύτητα — η (AM δριμύτης) 1. οξύτητα γευστικών ουσιών 2. ορμητικότητα, σφοδρότητα 3. (για λόγο) δηκτικότητα, καυστικότητα μσν. ένταση αρχ. 1. δολιότητα, πανουργία 2. ευφυΐα, οξύνοια 3. βλοσυρότητα, αυστηρότητα 4. (ρητ.) η χρησιμοποίηση εντυπωσιακών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”